νεοκαυστος

νεοκαυστος
    νεόκαυστος
    νεό-καυστος
    2
    недавно сгоревший
    

(ὕλη Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "νεοκαυστος" в других словарях:

  • νεόκαυστος — και νεόκαυτος, ον (Α) αυτός που κάηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καυστος (< καίω)] …   Dictionary of Greek

  • νεόκαυστον — νεόκαυστος newly burnt masc/fem acc sg νεόκαυστος newly burnt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεόκαυτος — νεόκαυτος, ον (Α) βλ. νεόκαυστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»